Δ,Π,Α
Βιογραφία
Ενας ιερεύς έπεσε εις μίσος με διάκονο. ᾿Απέθανε ξαφνικά ο ιερεύς, ο διάκονος ελυπείτο, συμβουλεύτηκε ένα ασκητή ο οποίος του έδωκε ένα γράμμα λέγων να υπάγη νύκτα εις την ῾Αγίαν Σοφία και τον πρώτον που θα συναντήση να του το δώση. ᾿Επήγε ο διάκονος, ήλθε ένας άνθρωπος, του έδωκε το γράμμα, εδιάβασε και προσευχήθηκε λέγων· «῎Ανοιξον εις ημάς, την θύραν του ελέους σου Κύριε» ευθύς ήνοιξαν αι θύραι μόναι των, εισήλθον εις νάρθηκα. Είπε εις τον διάκονο να περιμένη εκεί, αυτός ευχηθείς άνοιξαν μόνες τους και οι έσω θύρες.
Ενα θείο φως τον εφώτιζε άνω από το κεφάλι του γονυκλινής επροσευχύθη, επέστρεψε εις ολίγη ώρα και αι θύρες έκλεισαν. Ενώ ο διάκονος εσκέπτετο εάν είναι άγγελος η άνθρωπος, του είπε· «Τί πολεμείσαι με τις σκέψεις; άνθρωπος είμαι γραμματεύς, αλλά η χάρις του Θεού πολλές φορές ενεργεί θαύματα διά ευτελών δούλων». Βαδίζοντας έφθασεν εις ναόν Βλαχερνών, επροσευχήθηκε, ήνοιξε τας θύρας, είπε εις διάκονο να σταθή εις τας θύρας και να βλέπη, αυτός εισήλθε έκλινε τα γόνατα προσευχόμενος.
Από το ιερό εβγήκε ένας διάκονος θυμιάζων το ναό και ιερείς οι οποίοι έψαλλον εις τους χορούς. ῾Ο άνθρωπος εκείνος του Θεού ήλθε εις τον διάκονο και τον έστειλε εντός του ναού. ᾿Εκεί είδε τον ιερέα ο οποίος είχε πεθάνει και είχε το μίσος, έβαλον μετάνοιαν, ησπάσθησαν μεταξύ των και την έχθρα διέλυσαν. ᾿Ανεχώρησαν, ευχήθη ο άνθρωπος εκείνος και έκλεισε τας θύρας.
Είπε εις τον διάκονον· «᾿Αδελφέ, σώζων σώσον την ψυχήν σου, εις τον Γέροντα που σε έστειλε ειπέ ότι η προσευχή του ανέστησε τον νεκρόν διά να συγχωρεθή με τον αδελφόν (δηλ. τον Διάκονο) χωρίς εγώ να βοηθήσω εις τιποτε». Και ευθύς έγινε άφαντος. (Το θαύμα αυτό εδιηγήθηκε ο Διάκονος εις τον Μαυρίκιον ο οποίος το έγραψε, όπως και τα συναξάρια των Μηναίων έγραψε).