Διήγησις οπτασίας Ιωάννη τινός ωφέλιμος
Βιογραφία
Ούτος εζούσε εις χρόνους Μεγ. Κων/νου βασιλέως, γνωστός ήτο του βασιλέως διά την εργασία του, αλλά η ζωή του όχι αρεστή εις το Θεό. Είδε μία νύκτα ότι πρόσφερε ένα δώρο τέχνης εις τον βασιλέα και ενώ ωμίλει μαζί του, έλαβε ο βασιλεύς το ξίφος διά να τον αποκεφαλίση. Του εφάνη ότι εκόπη ο λαιμός του, εξύπνησε με πολύ φόβο και ευχαρίστησε το Θεό ότι κατά φαντασία συνέβη. ῎Εμεινε αδιόρθωτος όμως. Μετά καιρόν αρρώστησε, παρακαλούσε το Θεό, βλέπει εν οράματι ότι ευρέθη εις δικαστήριον και εδίκαζε ένας βασιλεύς όστις φορούσε κι᾿ αρχιερατική στολή, πλησίον του ήσαν πολλοί ιεροπρεπείς. ῎Οπισθεν του κριτηρίου ήτο σκοτεινός λάκκος· λέγει εις ᾿Ιωάννη· «῎Αραγε γνωρίζεις ποίος είμει εγώ;»
῾Ο ᾿Ιωάννης λέγει· «Γνωρίζω Δέσποτα ότι Σύ είσαι ο σαρκωθείς Υιός του Θεού και Θεός όπως αι θείαι Γραφαί λέγουν». ῾Ο ΚΗΙΧ είπε· «᾿Εάν γνωρίζης ᾿Εμέ και τους μετ᾿ ᾿Εμού συγκαθεζομένους πως ελησμόνησας την απειλήν την οποίαν σου απηύθυνε ο βασιλεύς Κων/νος η δεν εννοείς;». Τότε απήντησε· «᾿Εννοώ Δέσποτα και λείψανα του φόβου έχω εις την ψηχή μου». ῾Ο ΚΗΙΧ· «Τότε διατί επιμένεις εις τα κακά; Γνώριζε ότι εγώ ήμην, που σε έφερον εις την φοβεράν εκείνην βάσανον και όχι ο βασιλεύς Κων/νος». Διέταξε να τον ῥίξουν εις σκοτεινό εκείνο λάκκο. ᾿Ενώ ωθούσαν τον ᾿Ιωάννη προς το λάκκο, εφώναξε ευχόμενος την Θεοτόκον. Ευθύς εμφανίσθη η ῾Υπεραγία Θεοτόκος μεσιτεύουσα εις ΚΗΙΧ. ῾Ο Κύριος διέταξε τότε λέγων· «῎Αφετε αυτόν να απέλθη διά την παράκλησιν της Μητρός Μου» και εξυπνήσας, άλλαξε ζωήν, θεαρέστως πολιτευόμενος και εκοιμήθη πλήρης ειρήνης.