Διήγησις εις τον Θρήνον του Προφήτου Ιερεμίου
Βιογραφία
Κατά το 10ον έτος Σεδεκίου βασιλέως ᾿Ιούδα ο προφήτης ῾Ιερεμίας επειδή εσυνέχιζε προφητεύων ότι ο λαός θα οδηγηθή αιχμάλωτος 70 έτη εις Βαβυλώνα διά τούτο φυλακίζεται, έπειτα έρριψαν εις τον λάκκο του βορβόρου. ῾Ο ᾿Αβιμέ-λεχ ελθών εις τον Σεδεκία έλαβε την άδεια να διασώση τον προφήτην ῾Ιερεμία. ᾿Ελθών με στρατιώτας ανέσυρε αυτόν από τον λάκκον και ωδήγησε εις βασιλέα ο οποίος ερώτησε πάλι να μάθη την αλήθεια.
Ο ῾Ιερεμίας είπε· «Την αλήθεια θα λέγω πάντα έστω και αν με θανατώσης. Το Πνεύμα του θεού δι᾿εμού λέγει ότι εάν παραδοθής εις Βαβυλωνίους θα σωθής και η πόλις δεν θα καταστραφή. ᾿Εάν πολεμήσης προς αυτούς, γνώριζε ότι θα αιχμαλωτισθής και η πόλις θα καή». Γενομένης πολιορκίας της ῾Ιερουσαλήμ, προσπαθεί ο Σεδεκίας νύκτα να διαφύγη, συλλαμβάνεται, ενώπιόν του οι Βαβυλώνιοι θανατώνουν τους υιούς του και τυφλώνουν αυτόν.
Εις την Βαβυλώνα τον μετέφεραν και έγινε δούλος εργαζόμενος εις μύλον. ᾿Ολίγο πρό της εισβολής Βαβυλωνίων εις ῾Ιερουσαλήμ ο Θεός ελάλησε εις ῾Ιερεμία λέγων· «῎Εξελθε της πόλεως με τον Βαρούχ επειδή θα καταστρέψω αυτήν διά τας αμαρτίας των κατοίκων. ῾Η προσευχή σας είναι ως στύλος της πόλεως και ως τείχος γύρω από αυτήν. ᾿Εξέλθετε προτού οι Βαβυλώνιοι κυκλώσουν την πόλιν».
Είπεν ῾Ιερεμίας· «Παρακαλώ Κύριε, επίτρεψόν μοι τώ δούλω σου λαλήσαι ενώπιόν Σου». Είπεν ο Κύριος· «Λάλει». ῾Ιερεμίας· «Κύριε παραδίδεις την πόλιν εις Βαβυλωνίους διά να υπερηφανεύονται δι᾿ αυτό; ᾿Εάν είναι θέλημά Σου να αφανισθή καλύτερα να καταστρέψης ᾿Εσύ παρα οι εχθροί». Είπεν ο Θεός· «Δεν θα υπερηφανευθούν, εάν εγώ δεν ανοίξω τας πύλας, αυτοί δεν δύνανται να εισέλθουν, την 6ην ώραν νυκτός (δηλ. μεσάνυκτα) έλθετε εις τα τείχη της πόλεως και θα ιδήτε».
Ο ῾Ιερεμίας και Βαρούχ, ελθόντες εις ναόν, εθρήνουν· την 6ην ωρα νυκτός ανέβησαν εις τα τείχη και είδον αγγέλους σαλπίζοντες να κατεβαίνουν εις τα τείχη βαστάζοντες λαμπάδας. ῾Ο ῾Ιερεμίας είπε εις Κύριον· «᾿Εγνωρίσαμεν Κύριε ότι παραδίδης την πόλιν, τι θα γίνουν τα άγια σκεύη του ναού;» ῾Ο Θεός είπεν να κρύψη αυτά εις την γήν.
Πράγματι ο ῾Ιερεμίας έκρυψε τα άγια σκεύη (ιδέ και Μακκαβαίων Αί κεφαλ.Βί) και τόν ᾿Αβιμέλεχ απέστειλε εις τον αγρό του ᾿Αγρίππα διά να σωθή από τους εχθρούς καθώς ο Θεός είπε· «᾿Απόστειλον τον ᾿Αβιμέλεχ εις αμπελώνα ᾿Αγρίππα και σκεπάζω αυτόν έως ότου ο λαός επιστρέψει από την αιχμαλωσία». ᾿Ερχόμενος ο ᾿Αβιμέλεχ κατ᾿ εντολή του ῾Ιερεμίου εις τον αγρόν διά να φέρη σύκα εις τους ασθενείς, εκάθισε υπό τήν σκιάν ενός δένδρου και εκοιμήθη 70 (εβδομήντα) χρόνια.
Εγερθείς, βαστάζων τα σύκα στάζοντα γάλα, επέστρεψε εις ῾Ιερουσαλήμ. Δεν εγνώριζε όμως την πόλιν, ούτε την οικίαν. ούτε εύρε γνωστούς και οικείους αυτού. Είπεν· «Ευλογητός Κύριος έκστασίς μοι εγένετο σήμερον, δεν είναι η ῾Ιερουσαλήμ αυτή, επλανήθην». Εξήλθε της πόλεως, παρετήρησε με προσοχή πάλι και είπε, λάθος έκαμα, αυτή είναι η πόλις. Εισήλθε αλλά ουδένα εύρε των φίλων η συγγενών του. ᾿Εξήλθε της πόλεως λυπούμενος, ερώτησε ένα γέροντα, ποία πόλις είναι αυτή; ο Γέρων είπε· Η ῾Ιερουσαλήμ.
Ερωτήσας ᾿Αβιμέλεχ που είναι ῾Ιερεμίας και Βαρούχ ήκουσε τον Γέροντα ότι ο λαός είναι 70 έτη εις αιχμαλωσία και εσύ μετά τόσα χρόνια ερωτάς δι᾿ αυτούς; ο ᾿Αβιμέλεχ είπε· ᾿Εάν δεν σεβόμουν το γήρας σου θα έλεγα ότι είσαι τρελλός διότι πρό ολίγης ώρας με έστειλε ο ῾Ιερεμίας να φέρω σύκα διά τους ασθενείς, εκοιμήθηκα ολίγο εις την σκιά ενός δένδρου και επιστρέφω, ιδού τα σύκα στάζουν γάλα, και σύ λέγεις ότι ο λαός είναι εις Βαβυλώνα;
Ιδών τα σύκα ο γέροντας είπε· «Δικαίου ανθρώπου είσαι υιός και δεν ηθέλησε ο Θεός να σου δείξη την καταστροφή της πόλεως και σου έφερε την έκστασι ταύτην. 70 έτη είναι ο λαός εις αιχμαλωσία, διά να πιστεύσης ότι σου λέγω, ίδε ότι τώρα είναι ο τελευταίος μήνας του χρόνου και δεν υπάρχουν πουθενά σύκα». ῾Ο
᾿Αβιμέλεχ, είδε την φύσι και τα δένδρα, και εδόξασε τον θεόν. ῾Ο γηραιός έλαβε από τον ᾿Αβιμέλεχ ολίγα σύκα και ανεχώρησεν ευλογήσας αυτόν.