Άγιος Μένιγνος
Βιογραφία
Εις χρόνους βασιλέως Δεκίου, ήτο από Κολωνία ῾Ελλησπόντου, το επάγγελμα κναφεύς (βαφεύς ιματίων). Κατά τον διωγμό, φυλακισμένοι χριστιανοί προσήυχοντο ινα ο Θεός τους ελευθερώση και να πιστεύσουν οι άθεοι. Ευθύς ουράνιο φως ήστραψε και ο ΚΗΙΧ τους είπε· «Μη φοβάσθε διότι εγώ ειμί μεθ᾿ υμών. ᾿Εξέλθετε και κηρύττετε πανταχού την δύναμί μου». ᾿Ελύθησαν τα δεσμά τους, άνοιξαν οι θύρες φυλακής και ο ΚΗΙΧ ανελήφθη. Οι φύλακες όταν είδον, κλειδωμένας τας θύρας και χριστιανούς να είναι έξω εξεπλάγησαν.
Ο Μένιγνος ενώ εργαζόταν ήκουσε θεία φωνή· «Μένιγνε ελθέ εις ᾿Εμέ και θέλω σοι δώσει χάριν πολλήν». ᾿Εφοβήθη αλλά συνέχισε την εργασία του, διά δευτέρα φορά ήκουσε το ίδιο. ᾿Ητοιμάσθη και συνήντησε τον άρχοντα να καλή τον λαό εις θυσίας. Τότε ο Μένιγνος άρπαξε την βασιλική διαταγή την έσκισε, εποδοπάτησε τα γράμματα λέγων· «᾿Εν ονόματι του ΚΗΙΧ επιβαίνω επί ασπίδα και βασιλίσκο και καταπατώ τα παράνομα βασιλικά προστάγματα».
Τον βασανίζουν. δέρρεται ξέεται ώστε και τα εντόσθιά του εφάνησαν, κόβουν τα δάκτυλά του και τρέχει αντί ΑΙΜΑ ΓΑΛΑ. Φυλακίζεται, όταν απεκεφάλισαν είδον οι παρεστώτες ως μία καθαρά τρυγών εξήλθε από το στόμα του και ανέβη εις ουρανό. Τότε επί ώρα εβόησαν· «Μέγας ο Θεός του Μενίγνου». ῾Ο άρχων διέταξε και άφησαν άταφο διά να ίδουν εάν τον θάψη ο Θεός. Την νύκτα ήλθον οι αδελφοί Μενίγνου -όταν οι φύλακες εκοιμώντο- και έλαβαν το λείψανο. ᾿Εφάνη καθ᾿ ύπνο εις ένα αδελφό του ο άγιος λέγων· «Γιατί δεν επήρατε την κεφαλή μου διά της οποίας ωμολόγησα τον ΚΗΙΧ;» ῏Ηλθον οι αδελφοί και ένα φωτεινό άστρο έδειξε τον τόπον όπου τον είχαν ῥίξει οι δήμιο, έλαβαν δε αυτήν.
᾿Ηθέλησαν οι αδελφοί του να τον ενταφιάσουν μακρύτερα αλλά εφάνη ο άγιος και τους είπε· «εκεί όπου ευρίσκεσθε να με ενταφιάσετε προς δόξαν του ᾿Αληθινού Θεού».