Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμονας, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας
Βιογραφία
Εγεννήθη το 619 μ.Χ. εις Κύπρο, εκ γονέων ᾿Επιφανίου (ήτο έπαρχος Κύπρου) και Κοσμίας. 15 ετών είδε εις ένα όραμά του μία ωραία νέα λέγουσα ότι είναι η πρώτη θυγάτηρ του Μεγάλου Βασιλέως και αν γίνη φίλος αυτής θα τον υπάγη εις τον βασιλέα. ῾Ο άγιος εγνώρισε ότι αυτή είναι η αρετή της ελεημοσύνης και εις το πρώτο πτωχό τον οποίο συνήντησε έδωκε το ιμάτιό του, ευθύς είς άνδρας λευκοφορεμένος εφάνη και έδωκε εις αυτόν 100 χρυσά νομίσματα.
Οι γονείς του διά της βίας τον έπεισαν και ενυμφεύθη, εγέννησε παιδία αλλά μετά ολίγα έτη απέθανον μαζί με την σύζυγό του. Διά τας αρετάς του εχειροτόνησαν πατριάρχη ᾿Αλεξανδρείας εις τους χρόνους βασιλέως ῾Ηρακλείου. Εύρε μόνο 7 ορθοδόξους ναούς και έκτισε 63 ναούς. ῎Εκτισε νοσοκομεία, ξενοδοχεία, πτωχοκομεία και έδιδε καθημερινά σιτηρέσια εις τους πτωχούς. Κάποιος διά να δοκιμάση τον άγιον αφού έλαβε ελεημοσύνη από αυτόν, άλλαξε ενδύματα και έλαβε πάλι ελεημοσύνη, το αυτό και διά την τρίτη φορά.
Ο διάκονος είπε ότι είναι ο ίδιος ῞Αγιε Πάτερ και σε ηπάτησε. ῾Ο άγιος είπε· «Δός διπλάσια μήπως είναι ο ΚΗΙΧ και ήλθε να μας δοκιμάση». Είχε γράψει εις κατάλογο του Πατριαρχείου 7.500 πτωχούς και έδιδον κάθε ημέρα εις αυτούς ελεημοσύνη. ῎Ελεγε· «Οι πτωχοί δύνανται να μας δώσουν την βασιλείαν των ουρανών, διά τούτο ονομάζω αυτούς Κυρίους». Ευθύς όταν ανήλθε εις τον Πατριαρχικόν θρόνον έκτισε δύο μονές εις τιμήν και μνήμην της Θεοτόκου και εφρόντιζε διά τας ανάγκας των μοναχών. τρείς φορές την εβδομάδα εκάθητο έξω της εκκλησίας διά να έρχωνται οι χριστιανοι να λέγουν τα προβλήματά των.
Ελεγε ο άγιος· «᾿Εάν εμείς οι ανάξιοι έχομεν άδεια και παρακαλούντες τον Θεόν με αυθάδεια μας δίδει τα αιτούμενα, πόσο μάλλον είμεθα χρεώσται να ακούωμεν τους συνανθρώπους μας κατά τον λόγον του Κυρίου». ᾿Εν ώ μέτρω μετρείτε, μετρηθήσεται, υμίν.., ῾Ο ηγεμών της ᾿Αλεξανδρείας ο Νικήτας φθονήσας τας ελεημοσύνας του αγίου του εζήτησε τα χρήματα του εκκλησιαστικού ταμείου διά τας ανάγκας του λαού και να μη εξοδεύη δήθεν άδικα, ασκόπως αυτά.
Ο άγιος απεκρίθη ότι δεν δύνται να δώση τα αφιερωμένα εις τον Θεόν, εις τον βασι-λέα. ῾Ο Νικήτας έλαβε τα χρήματα εκτός ολίγων και αναχωρών από το πατριαρχείο συνήντησε ανθρώπους να μεταφέρουν αγγεία με μέλι (προσφορά προς το πατριαρχείο) και εζήτησε να του στείλουν ολίγο μέλι. ῞Οταν ένοιξαν τα αγγεία εύρον αυτά αντί μέλι χρυσόν και χρήματα. ᾿Εδόξασαν το Θεό και ο άγιος έστειλε εις τον Νικήτα ένα αγγείο και επιστολή γράφων ότι ο Θεός του ανταπέδωκε ταχέως άλλα χρήματα αντί εκείνων τα οποία έλαβε, από δε το αγγείο θα βεβαιωθή.
Ο Νικήτας εξέστη από το θαύμα και επέστρεψε τα χρήματα, επί πλέ-ον δε και 300 λίτρας χρυσού και πεσών εις πόδας αγίου εζήτησε συγχώρησι. Το Πατριαρχείο είχε 13 πλοία, γενομένης ποτέ τρικυμίας οι ναύτες έρριψαν εις την θάλασσα τα φορτία (αξίας 3.000 λιτρών χρυσού) και διά να μη συλληφθούν κατέφυγον εις την εκκλησία. ῾Ο άγιος συνομιλήσας με αυτούς είπε ότι· «δικό μου είναι το αμάρτημα διότι υπερηφανευόμουν εις τα αγαθά όπου ο Κύριος μού εδάνισε, ελπίζω ότι διά τάς ανάγκας των πτωχών δεν θα εγκαταλείψη ημάς ο Θεός».
Μία ημέρα έδωκε ο άγιος ελεημοσύνη εις ένα πτωχόν ο οποίος ευχαριστώντας έλεγε ότι πάντοτε είμαι χρεοφειλέ-της και εντρέπομαι να σε ίδω κατά πρόσωπον. ῾Ο άγιος είπε· «Σιώπα, μη λέγεις τοιαύτα, ακόμη δεν έχυσα το αίμα μου διά σε καθώς ο ΚΗΙΧ απέθανε δι᾿ ημάς».
῞Ενας άρχων έστειλε εις τον άγιο ένα πολυτελές σκέπασμα ως δώρο. ῾Ο άγιος το επώλησε και τα χρήματα έδωκε εις τους πτωχούς. ῾Ο άρχων αγόρασε αυτό από την αγορά και το εχάρισε πάλι. ῾Ο άγιος εκ δευτέρου το επώλησε και έδωκε τα χρήματα ελεημοσύνη, και πάλι ο άρχων αγόρασε αυτό και εδώρησε εις άγιο ο οποίος είπε· «῍Ας ίδωμεν ποίος θα νικήση εγώ να το πωλώ η εσύ να το αγοράζης και να το χαρίζης εις εμέ...» ῎Ελεγε εις ένα κήρυγμα, ότι εις μία πόλι της ᾿Αφρικής ήτο ένας πλούσιος άσπλαχνος, ανελεήμων, Πέτρος τ᾿ όνομα.
῞Ενας πτωχός εζήτησε ελεημοσύνη, ο Πέ-τρος δεν έδιδε και εθυμώθη διά την ενόχλησι (τότε ένας υπηρέτης έφερε άρτους εις την οικίαν του Πέτρου) ώστε λαβών ένα άρτο εξεσφενδόνισε αυτόν κατά του πτωχού ο οποίος επήρε τον άρτο και ανεχώρησε. Την νύκτα εκείνη ο Πέτρος είδε οπτασία ότι ευρέθη εις το κριτήριον του Θεού. Οι δαίμονες έθεταν εις τον ένα δίσκο του ζυγού ως φορτία τας αμαρτίας του, οι άγγελοι δεν είχον ουδέν έργο αγαθό να παρουσιάσουν παρά μόνο έθεσαν εκείνο τον άρτον (τόν οποίον έρριψε κατά του πτωχού) εις τον ζυγό και αντιστάθμισε τα αμαρτήματά του. Του είπον· «῞Υπαγε και κάμε ελεημοσύνας διά να μη σε πάρουν μετά θάνατον οι δαίμονες».
᾿Εξύπνησε και εννόησε την οπτασία· τόσον έγινε ελεήμων ώστε και τα ενδύματά του έδιδε εις πτωχούς. ῎Εδωκε ποτέ εις ένα ναυαγό το επανοφόριό του και την νύκτα είδε ένα νέον να φορή αυτό, λέγων ότι γυμνός ήτο και τον ευχαριστή. ᾿Εξυπνήσας ο Πέτρος εσυλλογίζετο· «᾿Επειδή ο ΚΗΙΧ λαμβάνει διά τον εαυτό του όσα δίδονται εις τους πτωχούς, άς γίνω τελείως πτωχός...» Ευθύς συμφώνησε με τον επίτροπό του ωρκίζων αυτόν να μη μάθη ουδείς την υπόθεσιν (τού είπε να τον πωλήση δούλον και τα χρήματα να τα δώση ελεημοσύνη).
Επώλησε δούλον εις ένα χρυσοχόο και υπηρετούσε με προθυμία, κακοπαθών και υβριζόμενος. ῞Οταν ελυπείτο, εφαίνετο εις τον ύπνον του ο Κύριος ενδεδυμένος το επανοφόρι του (τό οποίο είχε δώσει ελεημοσύνη εις τον ναυαγό) κρατών και τα χρήματα που επωλήθη δούλος, παρηγορώντας τον Πέτρον. Μετά από έτη ενώ έφερε το φαγητό εις την τράπεζα οι επισκέπτες εγνώρισαν τον Πέτρον και ενώ συζητούσαν δι᾿ αυτόν, ήκουσε αυτά και έφυγε. Εις την εξώθυρα της οικίας ήτο ένας κωφός ως θυρωρός.
Τρέχοντας ο Πέτρος είπε εις τον θυρωρό· «Εις το όνομα του ΚΗΙΧ άνοιξόν μου» και με τον λόγον εθεραπεύθη ο κωφός και εδιηγείτο το θαύμα λέ-γων ότι είδε φλόγα πυρός να εξέρχεται από το στόμα του Πέτρου και ως εισήλθε εις τα αυτιά του, ευρήκε την ομιλία του και την ακοή του. ῾Ο Πέ-τρος αναχωρήσας έμεινε άγνωστος εις άγνωστον τόπον. «᾿Αλοίμονό μου έλεγε ο άγιος- τί με ωφελεί να γνωρίζω τους βίους των αγίων και να μη μιμούμαι τας πράξεις αυτών;» Μία ημέρα έφεραν εις τον άγιον ένα μοναχό ο οποίος εβάδιζε μαζί με μία νέα εις την πόλι. Διέταξε και την νέα, έδιωξαν, τον μοναχό αφού έδειραν εφυλάκισαν εις φυλακή του Πατριαρχείου. Την νυκτα είδε εις τον ύπνον του, τον μοναχόν να του λέγη ότι έσφαλε ως άνθρωπος. ᾿Αφού εξέτασε τον μοναχό ο άγιος και έμαθε ότι ήτο ευνούχος έπεσε εις πόδας μοναχού και εζητούσε συγχώρησι.
῾Ο μοναχός είπε ότι η νέα ήτο εβραία και τον συνήντησε εις τον ναόν των ῾Αγ.
᾿Αναργύρων εις Γάζα. ῎Ηθελε να γίνη χριστιανή και επαρακαλούσε με όρκους να τήν
πάρη μαζί του. Γνωρίζοντας ότι είνει ευνούχος και βλέπων την ευλάβεια αυτής την ωδήγησε εις την εκκλησία και εβαπτίσθη και εζητούσε μοναστήριον διά να γίνη μοναχή. ῾Ο άγιος ακούσας αυτά επρόσφερε χρήματα εις τον μοναχόν διά ελεημοσύνη.
᾿Εκείνος είπε· «Ο ΕΧΩΝ ΠΙΣΤΙΝ, ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΧΡΗΜΑΤΑ, ΕΑΝ ΑΓΑΠΑ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΙΣΤΙ». Διδάσκοντας την ωφέλεια από τα μνημόσυνα διά τους κεκοιμημένους είπε· «Αιχμαλώτισαν ένα Κύπριον οι Πέρσες και οι συγγενείς του νομίζοντες ότι είναι νεκρός έκαμον 3 φοράς το χρόνο μνημόσυνα ενώ εκείνος ήτο εις την φυλακή. Μετά 4 έτη ελευθερώθη και εδιηγείτο ότι 3 φορές το έτος (τίς ημέρες που εγίνοντο δι᾿ αυτόν τα μνημόσυνα) εφαίνετο εις την φυλακή άγγελος και ελευθέρωνε από τα δεσμά, περιφέροντας αυτόν και αναπαύων ψυχικώς, χωρίς να γνωρίζη άλλος ουδείς εκ των φυλακισθέντων, τέλος ελευθέρωσε αυτόν.
Κάποιοι ανευλαβείς κατά την ώρα της Θ. Λειτουργίας εσυζητούσαν εις τον νάρθηκα. ῾Ο άγιος επήγε και εκάθισε μαζί τους, εκείνοι εξεπλάγησαν· τους είπε· «Μη θαυμάζετε, όπου είναι τα πρόβατα εκεί είναι και ο ποιμήν, η θα έλθετε εις την Θ.Λειτουργία η άς καθίσω μαζί σας». ᾿Εκείνοι εδιορθώθησαν από την κακή αυτή συνήθεια. Μία ημέρα ύβριζε ένας πτωχός τον άγιον, οι ακόλουθοι του πατριάρχου εζήτησαν να τιμωρηθή αλλά ο άγιος είπε· «᾿Αφήστε τον να με υβρίζη, 60 έτη με την κακή μου ζωή υβρίζω κι᾿ εγώ τον Θεόν» και έδωκε εις τον πτωχόν ελεημοσύνη. ῞Οταν οι Πέρσες κα-τέλαβαν την ᾿Αλεξάνδρεια, ετοιμάζετο ο άγιος να υπάγη εις την πατρίδα του, ο ηγεμών Νικήτας παρεκάλεσε αυτόν να μεταβούν μαζί εις Κων/πολι εις τον βασιλέα.
Οταν έφθασαν εις την Ρόδο με το πλοίο, άγγελος εφάνη εις τον άγιον λέγων· «ο βασιλεύς των βασιλευόντων σε προσκαλεί εις την μακαρίαν και αιώνιον πόλιν διά να ευραίνεσαι πάντοτε». ᾿Εδόξασε τον Θεόν ο άγιος, αποχαιρετήσας τον Νικήτα επήγε εις την πατρίδα του εις την πόλι ᾿Αμαθούντα όπου και εκοιμήθη εν Κυρίω εις ηλικία 64 ετών. ῞Οταν ενεταφίαζον εκεί όπου ήσαν τα λείψανα δύο επισκόπων, εσύρθησαν τα λείψανα αυτών δεξιά και αριστερά και εδέχθησαν τιμητικά εις το μέσον τον άγιον.
Πρό του θανάτου του ήλθε και εξωμολογήθη μία γυναίκα επειδή εντρέπετο να ειπή κάποια αμαρτία της, είπε ο άγιος και έγραψε εις επιστολήν την αμαρτία και εφύλαττε το γράμμα. Μετά τον ενταφιασμό του αγίου επήγε η γυνή εις τον τάφο και έκλαιε 3 ημερόνυχτα άσιτος. ᾿Εφάνη εν οράματι ο άγιος και της έδωκε το γράμμα. Είδε η γυνή την αμαρτία εσβησμένη και έγραφε· «Διά ᾿Ιωάννην τον δούλον Μου, εσυγχώρησα το μέγα σου αμάρτημα». Κατά την ώρα του θανάτου του αγίου ένας μοναχος ενάρετος είδε όραμα, ότι εξήλθε ο πατριάρχης εκ της επισκοπής με λιτανεία, ένας νέος προσεκάλεσε αυτόν εις τον βασιλέα και μία ωραιοτάτη κόρη λάμπουσα ως ο ήλιος εστεφάνωσε τον άγιον και ωδηγούσε εις την άνω ῾Ιερουσαλήμ...
Ητο η ελεημοσύνη όπως είχε φανεί εις την νεανική ηλικία του αγίου και είχε υποσχεθή...
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν τῇ ὑπομονῇ σου ἐκτήσω τὸν μισθόν σου Πάτερ, Ὅσιε, ταῖς προσευχαῖς ἀδιαλείπτως ἐγκαρτερήσας, τοὺς πτωχοὺς ἀγαπήσας, καὶ τούτοις ἐπαρκέσας· Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, Ἰωάννη Ἐλεῆμον μακάριε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.