Όσιος Χριστόδουλος

Βιογραφία
Εγεννήθη το 1020 εις Βιθυνία, γονέων Θεοδώρου-῎Αννης, ωνομάσθη ᾿Ιωάννης, οι γονείς του τον ηρραβώνισαν, ο ᾿Ιωάννης εκρύβη, ήκουσε θεία φωνή να φύγη από οικείους του. ῏Ηλθε εις όρος ᾿Ολύμπου (Προύσας) και έγινε μοναχός. Μετά 3 έτη εκοιμήθη ο Γέροντάς του, ελθών εις Ρήμη, του εφάνησαν οι ῞Αγ. ᾿Απόστολοι προλέγοντες τα μέλλοντα να του συμβούν.
25 ετών μονάζει εις μονή ῾Αγ.Τόπων, λόγω σφαγών από ᾿Αγαρηνούς έφυγε και ήλθε εις όρος Λάτρου. ῾Ο πατριάρχης Κων/πόλεως Νικόλαος Γ' (1084-1111) έπεισε τον όσιον ν᾿ αναλάβη ηγούμενος εις μονή Λάτρου.
Με μοναχούς λόγω τουρκικών επιδρομών ήλθε εις μονή ᾿Αρσενίου εις Στρόβιλο Λυκίας. Μέτ᾿ ολίγον ήλθον εις νήσο Κώ και έκτισαν μονή εις τιμή Θεοτόκου, και μετά εις Πάτμο. ᾿Εζήτησε απ᾿ τον ᾿Αλέξιο Κομνηνό (1081-1118) τη νήσο Πάτμο διά να κτίση μονή του Ευαγγελ.᾿Ιωάννου Θεολόγου, ο βασιλεύς επρότεινε να γίνη προεστώς των εν Ζαγορά βόλου μοναχών.
Εγραψε κανόνα σύμφωνα με μοναχική παράδοσι, ακρίβεια λογισμών, ευχή, νηστεία και 3.000 γονυκλισίας το νυχθήμερον διά τους νέους μοναχούς (τούς υγιείς), ο βασιλεύς και η Σύγκλητος εχάρηκαν οι μοναχοί της Ζαγοράς δεν ε-δέχοντο. ῎Ετσι ο βασιλεύς με χρυσόβουλο ώρισε Πάτμο εις εξουσία της μονής και να δίδωνται καθ᾿ έτος χρήματα εις μονή.
Ο όσιος εβοηθούσε εις οικοδόμησι κτιρίων μονής, το απόγευμα έτρωγε παξιμάδι η χόρτα, τη νύκτα αγρυπνία, το πρωϊ ολίγος ύπνος!.. ῎Εγινε ποτέ πείνα, ήλθε λαός εις μονή, ο μαθητής του έλεγε ότι τόσο λίγα τρόφιμα δεν αρκούν. Ευλογήσας τράπεζα. ῎Εφαγον.. και επερίσευσαν. Μετά 5 έτη Νορμανδοί πειραταί ελεηλατούσαν νήσους Αιγαίου, ο όσιος με μαθητάς του διά τον κίνδυνο ήλθον εις Εύριπο Χαλκίδος.
Φεύγοντας οι μαθηταί του δεν ήθελον να δώσουν το σιτάρι τους εις πτωχούς, ο όσιος ήλεγξε την ολιγοπιστία τους.. το έδωσαν... ελθόντες εις Εύριπο, πλούσιος τις τους έστειλε ένα πλοίο σιτάρι!.! Εις Εύριπον έκτισαν μονή. Οι μοναχοί του δεν ήθελον να επιστρέψουν εις Πάτμο. Προγνωρίσας την τελευτή του εις τον μαθητή του μοναχό Σάββα είπε να υπάγη εις Πάτμο (μέ τα βιβλία του) και να καλλιεργήση με τα βόδια τον κήπο διότι σύντομα θα τον ακολουθήσουν και οι άλλοι.
Προέπεμψε εκεί διότι τον προώριζε για ηγούμενο. Το 1094 έτος εκοιμήθη αφού ενουθέτησε μοναχούς και ειπών να μεταφέρουν εις Πάτμο το άγιο λείψανό του. Μία φορά ναύτες έκλεψαν πρόβατα της μονής. Του εφάνη εις ύπνο του ο όσιος λέγων να πληρώση εις μονή τα πρόβατα διότι θα χάση τη ζωή του. ῾Ο πλοίαρχος επλήρωσε τετραπλασίως την αδικία.
Ο βασιλεύς Σικελίας έστειλε το ναύαρχό του να λάβη το άγ.λείψανο, προσφέροντας χρήματα και δώρα ό,τι ζητήσουν. Οι μοναχοί ως φυσικόν ηρνήθησαν, εκείνοι με τα όπλα το έλαβον, έγινε τότε αιφνιδίως χάλαζα πολύ και δυνατός άνεμος ώστε συνετρίβησαν μερικά πλοία των, έτσι έστειλαν μήνυμα και οι μοναχοί το παρέλαβον εκ του πλοίου και τότε έπαυσε ο άνεμος.
Είς ναύτης εξ αυτών έκοψε ένα τμήμα ράσου απ᾿ το λείψανο, τη νύκτα ενώ το πλοίο ήτο αγκυροβολημένο εκόπησαν τα σχοινιά και το παρέσυρε το κύμα έως ᾿Ικαρία και Σάμο. ῾Ο ναύαρχος μαθών την αιτίαν επέστρεψε εις Πάτμο και έδωκαν το τεμάχιον ράσου, αφιλέρωσαν δέ καί το πλοίο στη μονή. Προσκυνήσαντες έφυγον.
Το 1218 είς υπηρέτης του βασιλέως Πορτογαλλίας προσποιούμενος ότι ασπάζεται το άγ.λείψανο έλαβε με οδόντας του τον αντίχειρα του οσίου, την νύκτα έγινε τόση θαλασσοταραχή ώστε μετενόησαν.
Ανερχόμενοι εις μονή -επιστρέφοντες τον αντίχειρα, έπαυσε ευθύς ο άνεμος. ῞Οτε έζη ο όσιος, τους έδειξε δυτικά μονής τόπο για λαχανόκηπο και δένδρα. Είς μοναχός αντέλεγε ότι τους βασανίζει εις τα βραχώδη και άγονα μέρη... ο όσιος ρίπτων τον σκούφό του κατά γης έκαμε 3 (τρείς) γονυκλισίας και είπε· «Ναί, εδώ θα γίνη εύκαρπος κήπος με ανάβλυσι υδάτων». Και ευθύς ώ! των θαυμασίων Σου, Κύριε! ᾿Ανέβλυσε πηγή, έως σήμερον φαίνεται.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Tῆς Νικαίας τὸν γόνον καὶ τῆς Πάτμου τὸ καύχημα καὶ τῶν μοναζόντων τὸ κλέος θεοφόρον Χριστόδουλον τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἀδελφοί, τὸ σκῆνος προσπτυσσόμενοι αὐτοῦ, ἵνα λάβωμεν τὴν ἴασιν τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων κράζοντες. Δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῖς τῶν δακρύων σου ὄμβροις, πάτερ Χριστόδουλε, τῶν νοσημάτων ἐξαίρεις τὸν καύσωνα· διό σε πιστῶς ἱκετεύομεν, ἑπερχομένων παντοίων κακῶν ἡμᾶς λύτρωσαι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Μέγαν εὔρατο ὲν τοῖς κινδύνοις.
Μέγα εὗρέ σε ἡ Πάτμος κλέος, παμμακάριστε ποιμὴν πατέρων· ὡς γὰρ διῆλθες ὁδὸν τῆς ἀσκὴσεως, τοῦ ἀκροτάτου τέλους ἐπέτυχες καὶ παρρησίας οὐδόλως διήμαρτες πάτερ, ὁσιε Χριστόδουλε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρὴσασθαι ἡμῖν τὸ μἐγα ἕλεος.