Όσιος Σισώης

Βιογραφία
'Εγεννήθη εν Αιγύπτω τον 4ον αιώνα, ότε και ο Μέγας 'Αντώνιος και ο αββάς ῍Ωρ και άλλοι συνασκήτευον. Νέος έγινε μοναχός εις Σκήτη Νιτρίας (ήσαν 1000 μοναχοί με τον αββά προεστώτα -τον ῎Ωρ). Μετά τον θάνατο του Μεγάλου 'Αντωνίου ο Σισώης ήλθε εις το όρος 'Αντωνίου ασκητεύον. ῎Αφησε εις τον νεκρόν υιόν του εις τον όσιον, νομίζων ότι το παιδίον βάλλει μετάνοια είπε ο όσιος· «'Ανάστα τέκνον και έξελθε έξω». Και ευθύς ανέστη. 'Ο πατήρ δοξολογών τον Θεόν προσεκύνησε τον όσιον όστις του είπε ορκίζοντάς τον να μη μάθη κανείς όσο ζει.
'Ερωτηθείς εάν έφθασε εις τα μέτρα του αββά 'Αντωνίου απήντησε· «'Εάν είχα ένα και μόνο λογισμόν εξ αυτών του Μεγάλου 'Αντωνίου θα εγενόμην όλος ως πυρ. 'Ελεγε· «'Η οδός προς την ταπεινοφροσύνη είναι πρώτον η εγκράτεια, δεύτερον η προσευχή και τρίτον ο αγών διά να είναι τις υποκάτου παντός ανθρώπου». 72 έτη ασκήτευσε εις το όρος του 'Αγίου 'Αντωνίου, ησθένησε και εγήρασε.. οι μαθηταί του τον έφεραν εγγύς της πόλεως Κλύσμα, ο όσιος ελυπείτο, ο αββάς 'Αμμούν της 'Ραιθώ ηρώτησε· «τι θα ήτο δυνατόν να πράξης εις την έρημο ασθενής»;
'Ο Σισώης έκλαυσε λέγων· «Και μόνη η ελευθερία του λογισμού μου ότι ευρίσκομαι εις την έρημον μου έφθανε, εδώ το ότι είμαι εις τον κόσμον με στενοχωρεί. Ευρεθείς ποτέ προ του τάφου του Μ.'Αλεξάνδρου είπε· «ορών σε τάφε δειλιώ σου την θέαν και καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νούν λαμβάνων. Πως ούν μέλλω διελθείν πέρας τούτου; Αι, Αι θάνατε, τις δύναται φυγείν σε»; Κατά την ώρα του θανάτου του εις ελθόντας αγγέλους έλεγε να τον αφήσουν να μετανοήση. 'Ερωτηθείς τι δύναται να πράξουν αν τον αφήσουν είπε· «῍Αν και δεν δύναμαι να πράξω τίποτε, όμως στενάζω ολίγον και μου αρκεί». Το πρόσωπό του έλαμψε ως ήλιος· είπε· «'Ιδού ο αββάς 'Αντώνιος είπε» Μετ' ολίγον· 'Ιδού ο χορός προφητών, αποστόλων.. εδιπλασιάσθη ο φωτισμός του προσώπου του. Εις μαθητής του είπε· «Δεν έχεις πάτερ ανάγκη μετανοίας» ο όσιος· «αληθώς λέγω ακόμη δεν έκαμα αρχήν τινά μετανοίας». Και λέγων· «'Ιδού ήλθε ο Κύριος 'Ημών 'Ιησούς Χριστός λε-γων· «Φέρετέ μοι το σκεύος της ερήμου» παρέδωκε το πνεύμα. 'Επλήσθη ο τόπος ευωδίας.