Δέησις περί υπακοής εις γονείς και σεβασμού θείας Λειτουργίας
Βιογραφία
Επί βασιλείας Θεοδοσίου (379-395), ο ευλαβής ᾿Ιουλιανός επτώχευσε και παρεκάλεσε τον υιό του να τον πωλήση δούλον, ο υιός εδέχθη λαβών την συμβουλή, όπου τον στείλη ο αυθέντης του να μη παραμελή να εκκλησιάζεται. Τον ηγόρασε ο πατρίκιος Κων/νός εις Κων/πολι. Μία ημέρα είδε την γυναίκα του αυθέντου να μοιχεύεται με άλλον δούλον.
Η γυνή εκείνη τον εσυκοφάντησε ότι ήθελε να την βιάση και φωνήσας ο άλλος δούλος την ελευθέρωσε. ῾Ο πατρίκιος επίστευσε και είπε εις έπαρχον· «Αύριο θα σου στείλω ένα δούλο αποκεφάλισέ τον και να μού στείλης την κεφαλή του». ῾Υπέγραψαν ενυπογράφως τρές άνθρωποι. ῎Εστειλε τον ανεύθυνο δούλο εις έπαρχο, ενώ ήρχετο είδε ναό και επιτελουμένη θεία Λειτουργία εισήλθε και έμεινε έως απόλυσι.
Επειδή καθυστέρησε επήγε ο μοιχός δούλος να φέρη την απόφασι, ο δήμιος νομίζων ότι αυτός είναι τον απεκεφάλισε. ᾿Εν τώ μεταξύ έφθασε ο πιστός δούλος και έλαβε ένα σακκίδιο (πού είχε εντός την κεφαλή του μοιχού, η μοιχαλίς γυνή κλαίουσα ωμολόγησε την αλήθεια. ᾿Από τότε τον είχε ο πατρίκιος ως υιόν όχι ως δούλον.